- κλῶνα
- κλώνtwigmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλῶν' — κλῶνα , κλών twig masc acc sg κλῶνε , κλών twig masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MYRTUS — arboris nomen, quoe in Euiopae citeriorei caelo, quod a Cerauniis montibus incipit, primum Circeiis, in Elpenoris tumulo, visa tradidtur, Plin. l. 15. c. 29. Fuitque, ubi nunc Roma est, antequam Roma conderetur. Quippe ita traditur: myrteâ… … Hofmann J. Lexicon universale
κλωνιά — και κλωνά και κλωνή, η [κλωνί] κλωστή για ράψιμο … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
μελαμπέταλος — μελαμπέταλος, ον (Α) αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέταλον (πρβλ. ελικο πέταλος, χρυσο πέταλος)] … Dictionary of Greek
σύαρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν κλῶνα» … Dictionary of Greek